- ἐκθυμαίνω
- ἐκθῡμαίνω, strengthd. for θυμαίνω, [tense] aor. ἐξεθύμηνα (-θύμησαν codd.) Ant.Lib.7.4 : [tense] fut.A
ἐκθυμᾰνῶ Phld.Ir.p.16W.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐκθυμᾰνῶ Phld.Ir.p.16W.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκθυμαίνω — ἐκθυμαίνω (Α) οργίζομαι υπερβολικά … Dictionary of Greek
ξεθυμαίνω — (Μ ξεθυμαίνω) νεοελλ. 1. (για αιθέρια έλαια) μεταβάλλομαι σε αέριο, εξατμίζομαι («μην ανοίγεις τα αρώματα γιατί θα ξεθυμάνουν») 2. (για υγρά ή στερεά τα οποία περιέχουν πτητικές ουσίες) αποβάλλω, χάνω τις ουσίες μου με εξάτμιση, χάνω τη σπιρτάδα… … Dictionary of Greek